Σάββατο 23 Απριλίου 2011

ΝΕΟΟΘΩΜΑΝΙΣΜΟΣ, ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΒΑΘΟΣ ΚΑΙ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΕΣ

από τον ΜΑΝΟ ΜΕΓΑΛΟΚΟΝΟΜΟ, πρέσβυ επί τιμή

Οι διώξεις πληθυσμών και οι γενοκτονίες δεν έχουν ούτε αρχή ούτε, δυστυχώς, τέλος στην Ιστορία. Υπάρχουν εκείνες που συμβαίνουν μετά από πολεμικές συγκρούσεις και άλλες που γίνονται βάσει σχεδιασμού που έχει προαναγγελθεί με γεωστρατηγικά σοφίσματα και άλλα θεωρητικά κατασκευάσματα. Με σχέδια
δηλαδή που από τη θεωρία πέρασαν σε τραγική εφαρμογή μέσα από τις ατραπούς μιάς επιθετικής πολιτικής των κρατών που τις υιοθέτησαν. Οι θεωρίες αυτές χαρακτηριστικό έχουν ότι διεκδικούν για ένα κράτος άλλοτε «ζωτικό χώρο», άλλοτε «στρατηγικό βάθος», άλλοτε «γεωστρατηγική περιοχή» η άλλα παρόμοια, χωρίς ποτέ να παύουν να σημαίνουν, σε καθαρή γλώσσα, ιμπεριαλισμό και πρόθεση βίαιης επέκτασης. Συχνά αυτές οι θεωρίες-επιθυμίες-προθέσεις αναγγέλλονται απερίφραστα εκ των προτέρων και για τον λόγο αυτό οι στοχευόμενοι πληθυσμοί και τα απειλούμενα έθνη είναι απαραίτητο να τις γνωρίζουν, να τις μελετούν και να προετοιμάζονται ανάλογα. Όταν δεν τις μελετούν χαρακτηρίζονται από ασύγγνωστη αφέλεια. Όταν όμως αποφεύγουν ακόμη και να τις γνωρίζουν, δείχνουν ανεξήγητη μεν αλλά και ασυγκράτητη τάση αυτοκτονίας.

Τον τελευταίο καιρό παρακολουθήσαμε μια σειρά απονομής διεθνών διακρίσεων στον ΥΠΕΞ της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου. Σ’ αυτήν όμως αντετάχθη μια μερίδα του διεθνούς πολιτικού κατεστημένου. Ο χριστιανο-προτεσταντικός ιδεαλισμός του Woodrow Wilson και η αγγλοσαξονική ρεαλιστική του στάση, είπαν, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συνάδει με τον πανισλαμικό ιδεαλισμό και Οθωμανικό ρεαλισμό που ο Αχμέτ Νταβούτογλου εκπροσωπεί. Τα γεωπολιτικά και γεωπολιτισμικά «αρχέτυπα» του Αγγλοσαξονικού κόσμου ουσιαστικά βρίσκονται στον αντίποδα των γεωπολιτικών και γεωπολιτισμικών αρχών του Νέο-Οθωμανικού Ισλαμισμού. Προς επίρρωση της συγκεκριμένης άποψης πολλές φωνές στις ΗΠΑ ζητούσαν να μην απονεμηθεί στον Τούρκο πολιτικό μία τέτοια διάκριση. Πέρα όμως και πάνω από τις απόψεις και τα «αρχέτυπα» του αγγλοσαξωνικού κόσμου πιστεύουμε ότι σωστό θα ήταν να εξετασθούν από πιο κοντά οι απόψεις του Τούρκου Υπουργού των Εξωτερικών και από τους άμεσα ενδιαφερόμενους αν μη και θιγόμενους παράγοντες που είναι βεβαίως οι γείτονες της Τουρκίας. Δεν έχει δηλαδή σημασία για τους γείτονες της Τουρκίας αν οι θεωρίες, που έχουν αρχίσει να γίνονται πράξη σε πολλούς τομείς της εξωτερικής πολιτικής, είναι ή δεν είναι σύμφωνες με τα «αρχέτυπα του αγγλοσαξονικού κόσμου και χριστιανο-προτεσταντικού ιδεαλισμού» αλλά αν αυτά απειλούν ή όχι την ειρήνη της περί την Τουρκία περιοχή. Το αντίθετο θα ήταν σαν μια παραδοχή ότι αν αυτές οι θεωρίες εκληφθούν ως σύμφωνες με τα αναφερθέντα αυτά «αρχέτυπα» και στην ουσία είναι εις βάρος της ειρήνης στην περιοχή, οι γείτονες της Τουρκίας και ιδίως ο Ορθόδοξος κόσμος θα έπαιζαν τον ρόλο μιάς αναλώσιμης ζώνης προστασίας (bumper zone) για την υπόλοιπη Ευρώπη και για τον αγγλοσαξονικό κόσμο μαζί με τα «αρχέτυπά» του..

Η εκδηλούμενη άλλωστε αναγνώριση του έργου του Α.Ντ. και του ολοφάνερου αναθεωρητισμού του φέρνει αυτόματα στη μνήμη των παλαιοτέρων άλλες εκδηλώσεις θαυμασμού και αναγνώρισης από τη δύση έναντι του μεγαλύτερου αναθεωρητή της μεσοπολεμικής περιόδου.
Ήταν η εποχή που ο «αγγλοσαξωνικός κόσμος», ο γερμανοποιημένος άγγλος μεγάλος δάσκαλος του ρατσισμού Χ.Σ. Τσάμπερλαιν έγραφε προς τον Χίτλερ : «Υπάρχει μια βία που αρχίζει και τελειώνει στο χάος, υπάρχει όμως και μια βία που δημιουργεί νέους κόσμους. Πιστεύω πως η ιστορία θα σας λογαριάσει μια μέρα ανάμεσα στους μεγάλους οικοδόμους της και όχι ανάμεσα στους καταστροφείς της. Το πώς η Γερμανία σας ξεπέταξε στη στιγμή του μεγαλύτερου κινδύνου της, τι άλλη απόδειξη χρειάζεται για τη ζωτικότητά της… ». Ανάλογη προβλεπτικότητα αλλά και ενθάρρυνση στο έργο του Αδόλφου Χϊτλερ είχε και ό ίδιος ο Winston Churchill, διατυπώσει όταν σε άρθρο του δήλωνε για τον συγγραφέα του «Μein Kampf» ότι «δεν μπορεί κανείς να διαβάσει το Mein Kampf χωρίς να θαυμάσει το θάρρος, την επιμονή και την ζωντάνια που του επέτρεψαν να ζωντανέψει, να απειλήσει και να κινητοποιήσει όλες τις αρχές που απείλησαν να του φράξουν το δρόμο.…»

Μήπως είναι βιαστικός αυτός ο παραλληλισμός; Για να το κρίνουμε ας εξετάσουμε αυτό που προσετέθη τον τελευταίο καιρό όχι μόνο ως εφαρμοζόμενη πολιτική αλλά κυρίως ως ιδεολογικό υπόβαθρο που για πρώτη φορά ομολογείται από τους επίσημους κύκλους της Τουρκίας και που όχι μόνο εξηγεί την μέχρι τώρα συμπεριφορά της αλλά και προοιωνίζεται τα χειρότερα για το μέλλον της άμεσης γεωγραφικής μας περιοχής. Η θεωρία που έχει διατυπωθεί από τον σημερινό ΥΠΕΞ της Τουρκίας Νταβούτογλου είναι πολύ αποκαλυπτική. Σ’ αυτήν όχι μόνο δεν γίνεται λόγος για την τήρηση των υπογραφών και των διεθνών συμφωνιών που κατά το διεθνές δίκαιο αλλά και την περι δικαίου συνείδηση των εθνών αποτελεί τη βάση της ειρηνικής ανάπτυξης αλλά, αντιθέτως γίνεται σαφώς λόγος για το απαιτούμενο στρατηγικό βάθος της Τουρκίας στις εξωτερικές της σχέσεις και για τα περί αυτήν σύνορα που παραπέμπουν σε «κακοκτισμένο τοίχο». Κάτι δηλαδή που θυμίζει, αν δεν ταυτίζεται, με τον «ζωτικό χώρο» του εθνικοσοσιαλισμού που υπήρξε η αιτία του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Κείμενα σχετικά συγκρινόμενα («Ο Αγών μου» του Χίτλερ και «Το στρατηγικό Βάθος» του Νταβούτογλου ) πιστεύουμε ότι θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής από τους διεθνείς αλλά και από τους ευρωπαϊκούς κύκλους. Και μάλιστα εγκαίρως.

(Μερικοί από τους παραλληλισμούς μεταξύ των δύο βιβλίων:

1.Καταγγελία της «τρέχουσας ηγεσίας για «ανικανότητα»
2. Αθετήσεις υπογραφών και ανειλημμένων υποχρεώσεων
3. Αμφισβήτηση συνόρων
4. Απειλές και προκλήσεις μέσω των οποίων επιχειρείται ανατροπή του status quo γενικότερα.
5. Επιβολή «προστασίας» (ομοεθνών ή ομοθρήσκων) πληθυσμών που διαβιούν σε ξένες χώρες.
6. Αλαζονεία και μεγαλοσύνη («αφ’ υψηλού»)
7. Μεθοδολογία (διαβαθμισμένη τακτική)
8. Σοβαρός βαθμός παρανόησης βασικών εννοιών.

Το βιβλίο του Α. Ντ. δεν είναι αμιγώς επιστημονικό σύγγραμμα, προορισμένο να ζήσει εντός των Παν/κων τειχών. Είναι κατ΄εξοχήν πολιτικό κείμενο στηριγμένο σε μια θεώρηση των πραγμάτων που δεν είναι απλώς αυθαίρετη. Είναι κυρίως εξυπηρετική για την τουρκική πολιτική σήμερα και αύριο. Δεν αρκεί συνεπώς η κριτική ότι το βιβλίο είναι μεροληπτικό, όχι πρωτότυπο, ότι αποκρύπτει ή παραλάσσει τα ιστορικά γεγονότα κλπ διότι τα στοιχεία αυτά σχετίζονται με την επιστημονική του αξιολόγηση ή έχουν μόνο ακαδημαϊκή σημασία..Το σπουδαίο είναι ένα ερώτημα: Τι θα κάνει ο περίγυρος της χώρας αυτής για την πολιτική του αντιμετώπιση: Τι θα κάνουν οι πολιτικές ηγεσίες.

Η ελπίδα είναι ότι οι συνέπειες δεν θα είναι παρόμοιες με εκείνες που έκαναν τον ίδιο Winston Churchill, μετά τον πόλεμο να γράψει αυτή τη φορά : «΄Όταν Ο Χίτλερ ανήλθε στην αρχή οι ιθύνοντες στρατιωτικοί και πολιτικοί των συμμαχικών δυνάμεων έπρεπε να πέσουν σε προσεκτική μελέτη του βιβλίου του. Όλα βρίσκονται εκεί μέσα… Αυτό ήταν το νέο Κοράνιο της πίστεως και του πολέμου, πομπώδες, πολύλογο, άμορφο αλλά και βαρυσήμαντο στο μήνυμά του».


Ο χαρακτήρας ενός συγγραφέα, γιατί η αρχή είναι η συγγραφική δουλειά του Αχμετ Νταβούτογλου, δεν μπορεί παρά να επηρεάζει σημαντικά το έργο του. Όχι τόσο βέβαια όταν πρόκειται για καθαρά επιστημονική εργασία. Όταν όμως, όπως στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για έργο που στόχο έχει να κατευθύνει, λίγα χρόνια μετά την συγγραφή του, την εξωτερική πολιτική μιας μεγάλης χώρας, τότε νομίζουμε ότι η προϊστορία και ο χαρακτήρας του συγγραφέα παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο. Ο Νταβούτογλου λοιπόν σπούδασε στο γερμανικό Λύκειο και μετά στο Παν/μιο της Κωνσταντινούπολης , ακολούθησε ακαδημαϊκή σταδιοδρομία διδάσκοντας πρώτα στο Διεθνές Ισλαμικό Πανεπιστήμιο της Κουάλα Λουμπούρ στη Μαλαισία και κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη. Από τον Μάιο του 2009 είναι εξωκοινοβουλευτικός Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας. Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο του (ένα από τα πολλά που έχει γράψει) διακρίνει ορισμένα χαρακτηριστικά που τελικά δικαιολογούν και τις θεωρητικές του πεποιθήσεις ως προς την ενδεδειγμένη για την Τουρκία εξωτερική πολιτική.

Το βιβλίο στο εννοιολογικό του μέρος περιέχει σύνθεση θρησκευτικών, ιστορικών και εθνικών στοιχείων αλλά φανερώνει και μια ισχυρή επήρεια από την βασική γερμανική του παιδεία. Αυτό άλλωστε καταφαίνεται και από αναφορές που δείχνουν τον θαυμασμό του για την γερμανική ψυχραιμία, οργανωτικότητα και πειθαρχία. Είναι φανερή ακόμη η φιλοδοξία του να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην εξωτερική πολιτική της χώρας του καθώς κατηγορεί συχνά τους τότε (γύρω στο 2000) πολιτικούς για ψυχολογική ηττοπάθεια, υπονοώντας βέβαια ότι αν εκείνος βρισκόταν στη θέση τους θα έκανε μεγάλα έργα.

Η ιδέα της «μεγαλωσύνης» βρίσκεται σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου του, ξεκινώντας από τη σκέψη ότι η Τρίτη περίοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1355-1683 - Βιέννη), μετά δηλαδή το πέρασμα των Οθωμανών στην Ευρώπη είχε εγκαθιδρύσει την «σταθερότερη τάξη πραγμάτων» στην περιοχή. Μιλάει για το «Βιλαέτι της Βαγδάτης» σαν να είναι ακόμη το Ιράκ υπό Οθωμανική κατοχή. Μιλάει για τα νησιά που «κατά απερίσκεπτο τρόπο εγκατελείφθησαν στην Ελλάδα» και θέλει «να αυξηθεί η εξάρτηση των Δωδεκανήσων από την μικρασιατική ηπειρωτική πλάκα» (235). Γιατί όπως λέει επί λέξει: «Η Τουρκία πλέον είναι υποχρεωμένη να αναβαθμισθεί, ώστε, ανερχόμενη σε υψηλότερη κλίμακα, να θεωρήσει τις σχέσεις της με αυτές τις χώρες ως υποδεέστερα στοιχεία με την άσκηση έναντι αυτών πολιτικών αφ’ υψηλού». Οι χώρες στις οποίες αναφέρεται εδώ είναι η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Αρμενία και η Γεωργία. Η αλαζονεία, η μεγαλομανία και θα έλεγα ένα είδος γεωγραφικού παραλογισμού δεν έχουν τελειωμό. Γιατί είναι και οι επαναλήψεις που κάνουν εντύπωση. Επαναλήψεις που αφορούν λ.χ. στην προνομιακή γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας
((( Ισχυρίζεται λ.χ. ότι οι χώροι που περιβάλλουν την Τουρκία: «καλύπτονται από γεωγραφική άποψη από πεδία που σχηματίζουν το κέντρο της παγκόσμιας κεντρικής γής (heartland) και από ιστορική άποψη την αορτή της ιστορίας της ανθρωπότητας» (821). )))

Με τα προεκτεθέντα δεν έχω κατ’ ουδέν την πρόθεση να υποτιμήσω τις σκέψεις του Νταβούτογλου, αντιθέτως μάλιστα αυτές, όπως διατυπώνονται αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία αλλά και γίνονται ακόμη πιο επικίνδυνες για τις μελλοντικές προοπτικές της περιοχής μας.
«Ήδη μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου παρατηρείται κινητικότητα τόσο έντονη και γρήγορη που οι συνθήκες επιβάλλουν κάποιες διορθωτικές κινήσεις από την Τουρκία σε ότι αφορά στην εξωτερική της πολιτική». «Μια πολιτική», λέει ο Ντ, «η οποία προτιμά αντί του εντατικού ρυθμού (που εισηγείται ο συγγραφέας), τον εφησυχασμό της διατήρησης του status quo , δεν θα μπορέσει όχι μόνο να μετατρέψει την γεωπολιτική σε παγκόσμια δραστηριότητα αλλά ούτε να διατηρήσει καν τα υφιστάμενα σύνορα». Και το γεγονός αυτό γίνεται ακόμη πιο κρίσιμο αφού οι ίδιοι οι σύμμαχοι, στις μεταβαλλόμενες διεθνείς συνθήκες που διανύουμε μπορούν να θεωρήσουν την γεω-οικονομική δραστηριότητα της Τουρκίας σήμερα στη Μ. Ανατολή, που βασίζεται στην ισορροπία νερού-πετρελαίου, ως βλαπτική των εθνικών τους συμφερόντων. Και κατά συνέπεια να ζητήσουν την αλλαγή αυτών των συνόρων ή την δημιουργία νέων πεδίων επιρροής. Ξεκινάει λοιπόν ο Ντ. από τη σκέψη ότι σε περιόδους ρευστότητας όπως η σημερινή, αν δεν ενεργοποιηθεί κανείς ακόμη και πέραν των φυσιολογικών πολιτικών του προοπτικών, κινδυνεύει να χάσει και τα κεκτημένα που έχει από τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο. Κατά συνέπεια χρειάζεται να κινηθεί γρήγορα η Τ. μέσα στα γεωστρατηγικά κενά που δημιούργησε το τέλος του ψυχρού πολέμου και να κινηθεί με κατάλληλο «στρατηγικό ορθολογισμό και διαβαθμισμένη τακτική».

Ο Ντ. σημειώνει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στην προσπάθεια της Τ. κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο να καταλάβει μια νέα θέση στο διεθνές πολιτικό σύστημα και στην παρούσα συγκυρία και προτάσεις του. Τότε το είχε επιχειρήσει μέσα από ένα στρατηγικό άλμα βασιζόμενη στα εθνικιστικά ιδεώδη του παντουρκισμού - καθώς υπολόγιζε και στην στήριξη της γερμανικής στρατιωτικής ισχύος που εθεωρείτο αήττητη -. Λέει ότι τα άλματα που υπολογίζεται να γίνουν μόνο βάσει της στρατιωτικής ισχύος ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωπα με απειλές που θα προξενήσουν οι αντίθετες δυνάμεις. Οι απειλές αυτές μπορούν να εξισορροπηθούν μόνο αν υπάρχει στρατηγικός ορθολογισμός που υποστηρίζεται με διαβαθμισμένη τακτική. Όμως η τουρκική πολιτική, ιδίως μετά την Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία είχε περιέλθει λέει ο Ντ. σε καθεστώς υποδούλωσης. «Συνεπώς φαινόταν να έχουν απωλέσει τη σημασία τους ο ισλαμισμός και ο τουρκισμός, που συνιστούσαν δύο σημαντικά επίπεδα ενός φιλόδοξου σχεδίου δημιουργίας διεθνούς ενδοχώρας (Hinterland) στη οποία θα βασιζόταν το Οθωμανικό κράτος. (123). «Αντί δηλαδή της επιδίωξης να γίνει το νεοτουρκικό κράτος εναλλακτικός ή αντίπαλος άξονας (της δύσης) προτιμήθηκε η συμμετοχή του στον δυτικό άξονα».
Για τους παραπάνω λόγους η Τουρκία πρέπει να μπει τώρα «σε μια διαδικασία επανερμηνείας του παρελθόντος της». Και εξ αυτού επιβάλλεται για την Τ. να αναπτύξει μια διπλωματική στάση που να μπορεί να αξιοποιεί επαρκώς την «πολύπλευρη ιστορική συσσώρευση εμπειρίας της και να συμβαδίζει με διαφορετικά εναλλακτικά σχέδια.» (157)
Αφού ισχυρίζεται ότι η χώρα του που όπως ειπώθηκε είναι χώρα όπου διασταυρώνονται θαλάσσιες αρτηρίες, κλειστές θάλασσες και κόλποι διατυπώνεται και η περίεργη θεωρία ότι η Τουρκία ως αρχιπελαγικό ( ! ) (242) κράτος χρειάζεται πλην των άλλων να εγκαθιδρύσει θαλάσσια κυριαρχία πάνω στις θαλάσσιες και υδάτινες αρτηρίες που περιβάλλουν αυτό τον άξονα (239). Το υπάρχον όμως σήμερα καθεστώς των νήσων στενεύει σε σημαντικό βαθμό τον ζωτικό της χώρο. (244). «Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των νησιών του Αιγαίου βρίσκεται υπό ελληνική κυριαρχία αποτελεί το σημαντικότερο αδιέξοδο της πολιτικής της εγγύς θαλάσσιας περιοχής της Τουρκίας. Η βασική πηγή προβλήματος στο Αιγαίο είναι η αγεφύρωτη αντίφαση μεταξύ της γεωλογικής και γεωπολιτικής πραγματικότηταςαφ’ ενός και του ισχύοντος καθεστώτος αφ’ ετέρου. Η εγγύτητα ενός σημαντικού μέρους των ελληνικών νησιών στη μικρασιατική ακτή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιχειρησιακή βάση εναντίον της Μικράς Ασίας, και η περικύκλωση από αυτά τα νησιά, των υδάτινων διαδρόμων, που εξασφαλίζουν το πέρασμα από την Προποντίδα στη Μεσόγειο, αξιολογούνται από την Τουρκία ως ένα πολύ σοβαρό κενό ασφάλειας. Αντίθετα, η Ελλάδα,( λέει ο Ντ)., ακολουθεί μια στρατηγική χρησιμοποίησης του πλεονεκτήματος που της παρέχεται από την κατοχή των νησιών, για να το εφαρμόσει στο σύνολο του Αιγαίου και της υδάτινης περιοχής.»
Για τους λόγους αυτούς ο Ντ. κρίνει ότι ήταν μεγάλο σφάλμα της Τουρκίας να εγκαταλείψει, όπως λέει, τα νησιά μετά τον Β’ Παγκόσμιιο πόλεμο με αποτέλεσμα η Ελλάδα να διατηρεί τον παλμό του στρατηγικού της υπογραστρίου. Καταλήγει το σχετικό εδάφιο λέγοντας ότι «Το σημείο με τις μεγαλύτερες πιθανότητες εμπλοκής σε σύρραξη της Τουρκίας είναι τα νησιά του Αιγαίου». (244).
Το Αιγαίο , εξ’ άλλου και η Κύπρος «συναρμόζονται» όπως γράφει ο Ντ. από στρατηγική άποψη τώρα», περισσότερο από ότι κατά την διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Συναρμόζονται λοιπόν μεταξύ τους και αλληλοεπηρεάζουν και άλλα περιφερειακά θέματα. Η αλληλεπίδραση αυτή αύξησε τη σημασία της Ανατολικής Μεσογείου. Και ισχυρίζεται ο συγγραφέας ότι αυτή η ηυξημένη σπουδαιότητα της Κύπρου και του Αιγαίου αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την Τουρκία αφού, λέει, η Τουρκία δεν είναι απλώς μια χώρα του Αιγαίου αλλά και μια χώρα που εντάσσεται «σε ένα ευρύτερο πλαίσιο , σε μια περιοχή που ξεκινάει από την Αδριατική και εκτείνεται ως τον κόλπο της Αλεξανδρέττας και τη Διώρυγα του Σουέζ»

Ο Νταβούτογλου αναφερόμενος στην Κύπρο λέει ακόμη ότι αποτελεί ιστορική ευθύνη της Τουρκίας να υποστηρίζει ανελλιπώς τα δικαιώματα της μουσουλμανικής τουρκικής κοινότητος στο νησί. Λέει ακόμη ότι μια ενδεχόμενη επίδειξη ανικανότητος της Τουρκίας να επιτύχει τον σκοπό αυτό μπορεί να εμπεριέχει τον κίνδυνο να εξαπλωθεί η αδυναμία αυτή κατά κύματα στη δυτική Θράκη και τη Βουλγαρία και ακόμη και στο Αζερμπαϊτζαν και στη Γεωργία. Γι’ αυτό η προστασία της τουρκικής κοινότητας στη Κύπρο έχει μεγάλη σημασία όχι μόνο από την άποψη της εν λόγω κοινότητος αλλά και από την άποψη του μέλλοντος των λοιπών κοινοτήτων που συνιστούν τα οθωμανικά κατάλοιπά.

Αλλά και πέραν αυτών γράφει ότι «Το Κυπριακό δεν είναι ούτε ένα συνηθισμένο τουρκοελληνικό εθνοτικό ζήτημα ούτε απλώς μια χρονίζουσα τουρκοελληνική ένταση. Η Τουρκία, που κατέχει μία θέση που επηρεάζεται άμεσα από όλες αυτές τις (νέες γεωστρατηγικές) ισορροπίες, είναι υποχρεωμένη να αξιολογήσει την επί του Κυπριακού πολιτική της έξω από το περιορισμένο πλαίσιο των τουρκοελληνικών σχέσεων. Το Κυπριακό μετατρέπεται με μία συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητα σε ένα ζήτημα Ευρασίας και Μέσης Ανατολής-Βαλκανίων (Δυτικής Ασίας-Ανατολικής Ευρώπης). Και προσθέτει παρακάτω την φράση που είναι ίσως η πιο γνωστή από τα κείμενα του Ντ.
»Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί, που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου. Όπως τα Δωδεκάνησα όπου δεν υπάρχει πλέον τουρκικός πληθυσμός, εξακολουθούν να διατηρούν τη σημασία τους για την Τουρκία και όπως οι ΗΠΑ παρ’ όλο που δεν έχουν καμμιά πληθυσμιακή προέκταση προς την Κούβα και τα υπόλοιπα νησιά της Καραϊβικής ενδιαφέρονται άμεσα γ’ αυτά, έτσι και η Τουρκία είναι υποχρεωμένη, από στρατηγική άποψη να ενδιαφέρεται για την Κύπρο πέραν του ανθρώπινου παράγοντα» «Η Τουρκία», συμπεραίνει ο Νταβούτογλου, «πρέπει να είναι προετοιμασμένη, ώστε να απαντήσει με την απαιτούμενη σκληρότητα σε κάθε γεγονός που απειλεί τους στρατηγικούς της υπολογισμούς.

Η πολιτική της Τουρκίας στα Βαλκάνια έχει πολλές όψεις αναλόγως της κάθε μιας χώρας. Εκφράζει επιθυμία πλήρους υποστήριξης προς τους λαούς που έχουν μουσουλμανικές κοινότητες, πρόθεση προστασίας των μουσουλμανικών κοινοτήτων με την εξασφάλιση καταλλήλων «εγγυήσεων» που θυμίζουν τις εγγυήσεις που ίσχυσαν στην Κύπρο. Προβλέπει επίσης διπλωματική προσέγγιση με χώρες όπως η Αλβανία που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τον ρόλο της επικυριαρχίας στα Βαλκάνια. Η πολιτική των εξαγγελθέντων «μηδενικών προβλημάτων» εξηγείται με τον τρόπο αυτό. Μόνο δηλαδή όπου και όταν επιθυμεί η Τουρκία θα δημιουργεί ή θα αναζωπυρώνει προβλήματα με σκοπό να κρατάει σε εφησυχασμό τα υπόλοιπα κράτη των Βαλκανίων για τα οποία δεν θεωρεί σκόπιμο να επιδιώξει άμεσες «λύσεις».

Παράδειγμα της πολιτικής αυτής αναφέρει ο ίδιος ο Ντ. όταν εξηγεί ότι «η επιχείρηση της Κύπρου (η εισβολή δηλαδή) πραγματοποιήθηκε σε μια εποχή κατά την οποία η παγκόσμια διπολική ισορροπία ακολουθούσε μια εξαιρετικά ευαίσθητη πορεία και η προσοχή όλων είχε στραφεί στις συγκρούσεις που λάμβαναν χώρα στη Μέση Ανατολή. Και η επέμβαση αυτή εξασφάλισε «την δημιουργία του επιδιωκομένου καθεστώτος», λέει ο συγγραφέας. Και προσθέτει, «Αντιθέτως προκρίθηκε η λύση της διασποράς στον χρόνο (αναβολής δηλαδή) των ζητημάτων που αφορούσαν την τουρκική μειονότητα της Βουλγαρίας και τα οποία εμφανίσθηκαν κατά την περίοδο ομαλοποίησης των σχέσεων των δύο πόλων. (Θα έχει δηλαδή και η Βουλγαρία την ευκαιρία, στην κατάλληλη στιγμή, να νιώσει ό,τι ένιωσε και η Κύπρος. Να μην απογοητεύεται ότι λησμονήθηκε…).

Στο μέρος που εξετάζει την πιθανότητα ένταξης της Τ. στη ΕΕ ο Ντ. , φοβούμενος την ανάμιξη της ΕΕ στο κουρδικό αναφέρει ότι « Οι πολιτικοί που θεωρούν ότι η Τουρκική Δημοκρατία… απέκτησε τις απαραίτητες εγγυήσεις κυριαρχίας και ασφάλειας στη Λωζάνη υιοθετούν μια εξαιρετικά ευαίσθητη στάση ενώπιον των κινδύνων που μπορεί να προκύψουν από την αλλαγή των ισορροπιών της Λωζάννης. Αν δηλαδή η διαδικασία της ένταξης προκαλέσει επαναπροσδιορισμό της έννοιας των μειονοτήτων, οι οποίες έχουν καθορισθεί στη Λωζάννη με βάση το θρήσκευμα, και επανακαθορισθεί με βάση την εθνοτική (ομάδα) θα σημαίνει και την υιοθετηση εκ μέρους της ΕΕ μιάς κουρδικής πολιτικής. Κάτι δηλαδή το οποίο συνιστά το πιο εύθραυστο στοιχείο μεταξύ των ισορροπιών της Λωζάννης και των σχέσεων της Τουρκίας με την ΕΕ» (766)


Θα αναφέρω δυό λόγια για το κεφάλαιο που αφορά στη ακολουθητέα πολιτική έναντι της Ευρώπης. Είναι αριστούργημα θεωρητικοφανούς αοριστίας και συγκεχυμένης επιχειρηματολογίας. Βασικές θέσεις αποτελούν οι ισχυρισμοί ότι η Τ. δεν πρέπει να κρίνεται όπως άλλα υποψήφια κράτη μέλη από την ΕΕ. Μεταξύ των λόγων που συντελούν στο είδος αυτό της αντίληψης του Ντ. είναι και ότι υπάρχει, κατά τον συγγραφέα διαφορά μεταξύ αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων. Αυτά που δεν θέλει ή δεν μπορεί να εφαρμόσει η Τ. θεωρούνται υποκειμενικά και πρέπει επομένως να διασκευασθούν από την ΕΕ και να οδηγηθεί έτσι η οικεία διαπραγμάτευση σε μια «έντιμη» στάση που δεν θα παραβλέπει τις ευαισθησίες και την ψυχολογία του αντιπάλου». Αντιθέτως η υιοθέτηση μιάς «νέο-αποικιακής συμπεριφοράς» κατά την διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων θα αυξήσει τις ανησυχίες της Τουρκίας αναφορικά με τα κυριαρχικά της δικαιώματα και θα έχει αποτέλεσμα να συναντήσει αντίδραση στις αναδιαρθρώσεις στις οποίες θα χρειασθεί να προβεί εξ’ αιτίας της εσωτερικής της πολιτικής δομής. Κάτι που μπορεί κάθε τρίτος εύκολα να αντιληφθεί, είναι ότι η εσωτερική της δομή δεν πρόκειται να μεταβληθεί σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές και ότι κανένα μέτρο πραγματικού εκδημοκρατισμού δεν πρέπει να περιμένει ο ευρωπαίος διαπραγματευτής. Με απλά λόγια δεν είναι δυνατόν ούτε στο θέμα της εσωτερικής διάρθρωσης της ΄χώρας ούτε στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής να αναμένει η ΕΕ μια προσαρμογή τέτοια που να ισοδυναμεί με τις προσαρμογές των λοιπών κρατών που πρόκειται να γίνουν - ή έγιναν ήδη - μέλη της ΕΕ.

Ο Ντ στηρίζει την θεωρία αυτή της διαφορετικής αντιμετώπισης της Τουρκίας στο, κατ’ αυτόν, γεγονός ότι δεν υπάρχει στατικότητα αλλά δυναμική στις εξελίξεις τόσο της ΕΕ όσο και της Τ. Η γενική του πάντως αντιμετώπιση του θέματος δεν φαίνεται να λαμβάνει ούτε κατά ελάχιστο υπ’ όψιν ότι για την ΕΕ υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις ή προδιαγραφές που αποτελούν τον υπαρξιακό λόγο της Ένωσης και από τους οποίους δεν μπορεί να αποστεί με τρόπο θεμελιακό (Δημοκρατία, Ανθρώπινα δικαιώματα, σεβασμός του υφισταμένου δικαίου αλλά και σεβασμός των υπογραφομένων ενδιαμέσως συμφωνιών). Και εδώ βεβαιώνεται ο αναγνώστης ότι ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται το πρόβλημα ως αμιγώς γεωστρατηγικό και όχι ως τήρηση βασικών και υπαρξιακών αρχών της ΕΕ. Αρχών που δεν μπορουν να ανατραπούν ολότελα για χατήρι της Τουρκίας. Χαρακτηριστικό της τουρκικής γενικότερα και όχι μόνο του Ντ. νοοτροπίας είναι το ακόλουθο απόσπασμα: (765) : «Τα κριτήρια της Κοπεγχάγης θέτουν τις αμετάθετες αρχές της Ένωσης αναφορικά με τις γκρίζες ζώνες (εννοεί τις ζώνες μεταξύ της συμμετοχής στην Ένωση και της Εθνικής κυριαρχίας). Όταν μελετηθούν ως γενικές αρχές , κριτήρια όπως η δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα , μειονοτικά δικαιώματα δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα προβληματική. Ωστόσο, όταν κατευθυνθούμε προς την εφαρμογή τους εμφανίζονται από τη σκοπιά αμφοτέρων των μερών ως τα κρισιμότερα ζητήματα των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας». Λέει περίπου ότι καλές είναι οι γενικές αρχές ( δεν χρησιμοποιεί από σκοπού βέβαια τον σωστό όρο «αμετάθετες αρχές» ) αλλά μη μας πιέζετε και να τις εφαρμόσουμε…


Τηλεγραφικά θα απαριθμήσω παρακάτω τις ανησυχίες της Τουρκίας που εκφράζονται σαφώς ή εμμέσως στο βιβλίο .

-Η εκδήλωση ρατσιστικών ρευμάτων στη δύση με την δημογραφική αλλαγή που παρατηρείται και την διαδικασία ριζικής μεταβολής του ισλαμικού κόσμου από γεωπολιτική άποψη. Επίσης ανησυχεί και για τις συνέπειες μιάς συνακόλουθης «πολιτισμικής» απόρριψης της Τουρκίας από τη δύση σαν αποτέλεσμα των θεωριών του Huntington..
-Η πολιτική απομόνωση της στους διεθνείς οργανισμούς όπως συνέβη κατά τον αντι-αποικιακό αγώνα και κατά την περίοδο της κυπριακής κρίσης . (1974)
-Το κουρδικό που θεωρείται μαλακό υπογάστριο της Τουρκίας. Ενδεχόμενος διαμελισμός της Τουρκίας αναφέρεται εμμέσως μεν πλήν σαφώς, κυρίως λόγω των βλέψεων των ΗΠΑ να δημιουργήσουν στην περιοχή μικρές οντότητες μεταξύ των οποίων ενδέχεται να είναι και η ιρακινή περιοχή των κούρδων. Είναι χαρακτηριστικό της ανησυχίας αυτής ότι ενώ παντού αλλού οι δυνατότητες ύπαρξης ή διέλευσης των πηγών ενέργειας χαρακτηρίζονται στοιχεία θετικά, για την περιοχή των Κούρδων «ανακαλύπτει» ο συγγραφέας ότι δεν εκβάλλει στη θάλασσα και συνεπώς δεν είναι βιώσιμη μια τέτοια οντότητα. (πρβλ. Ελβετία, Αυστρία, Αρμενία ;;; Ή ακόμη το Αζερμπαϊτζάν, το Καζακστάν, το Τουρκμενιστάν …).
-Διατυπώνεται επίσης σαφής ανησυχία για το ενδεχόμενο συγκρότησης ελληνο-αρμενο-κουρδικού λόμπι στην Αμερική. Που θα επιδεινωνόταν μάλιστα σε περίπτωση συμμαχίας και με το ισραηλινό ( απίθανο προηγουμένως, αλλά πιθανό μετά τα γεγονότα των δύο τελευταίων ετών). Σημειωτέον ότι το ισραηλινό λόμπι στις ΗΠΑ έχει μέχρι τώρα υποστηρίξει συστηματικά τις τουρκικές θέσεις στις διαφορές της Τ. με την Ελλάδα.
-Επίφοβος παραμένει ο προαιώνιος αντίπαλος, η Ρωσία και οι προσπάθειές της να αντιδράσει στις ενέργειες διείσδυσης της Τ. στην Κεντρική Ασία. Πρόσθετη ανησυχία αποτελεί επίσης το ενδεχόμενο σύμπηξης ρωσο-κινεζικού μετώπου στην περιοχή, καθώς είναι γνωστές και οι κινεζικές ανησυχίες για τις προσπάθειες της Τουρκίας προσεταιρισμού των τουρκοφώνων μειονοτήτων της Β/Δ Κίνας.
-Διατυπώνεται συχνά τέλος η ανησυχία για την πιθανότητα συγκρότησης μετώπου ελληνο-βουλγαρο-σερβικού στα Βαλκάνια. Γι’ αυτό και υποδεικνύει την ανάγκη τουρκικής προσέγγισης της Βουλγαρίας (αφού, όπως προαναφέρθηκε, η ώρα των κινήσεων προς αυτήν δεν έχει ακόμη σημάνει).

Είναι Φανερό από τα προηγηθέντα ότι η πεμπτουσία της φιλοσοφίας του Ντ. σύγκειται στο ότι η Τουρκία λόγω της σπουδαιότητός της πρέπει να παρακάμπτει την διεθνή νομιμότητα χάριν της παγκόσμιας «ευημερίας» όπως εκείνη την αντιλαμβάνεται και της νέας τάξης πραγμάτων. Και όλα αυτά με ενισχυτικό στοιχείο την γεωμορφολογία της περιοχής της.

Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες το βιβλίο του Χίτλερ Main Kamf προβάλλεται έντονα στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων της Κωνσταντινούπολης και οι πωλήσεις του δείχνουν ότι είναι ιδιαίτερα δημοφιλές. Σύμφωνα με τον έγκριτο δημοσιογράφο R.B. Downs «Αν όσοι δεν ήταν γερμανοί είχαν κάνει τον κόπο να διατρέξουν ένα χοντρό βιβλίο με τον τίτλο Μάιν.Καμπφ. θα είχαν βρει ολόκληρο το πρόγραμμα διατυπωμένο εκεί, με όλες τις εξοργιστικές του λεπτομέρειες. Χάρη στην προστασία του copyright o συγγραφέας είχε κατορθώσει να περιορίσει ολόκληρο το κείμενο στη γερμανική πρωτότυπη έκδοση. Είναι απίθανο ωστόσο αν ακόμη και αν η απερίκοπτη έκδοση είχε κυκλοφορήσει στα αγγλικά ή στα γαλλικά, πολλά πρόσωπα θα είχαν πάρει στα σοβαρά «το φανταστικό όνειρο ενός έξαλλου οραματιστή». Να δεχθούμε τώρα ότι είναι διαβολική σύμπτωση το ότι μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ευρέως διαδεδομένη μετάφραση στην αγγλική του βιβλίου «Στρατηγικό Βάθος» του Ντ.; Δεν πιστεύω στις συμπτώσεις, όταν μάλιστα ο συγγραφέας είναι τόσο πλήρης αυτοπεποίθησης για τους οραματισμούς και τα γραφόμενά του.

Συμπερασματικά:

Αυτή είναι για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό γενικότερα η χειρότερη ίσως συγκυρία. Η στιγμή δηλαδή κατά την οποία ετοιμάζονται - έχουν αρχίσει ήδη - καταιγιστικές ανακατατάξεις στην περιοχή μας. Η στιγμή όπου θα έπρεπε να βρισκόμαστε σε εγρήγορση και σε ανάταξη. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ποτέ ότι η δύναμη της εξωτερικής πολιτικής δομείται ή αντιθέτως, αποδομείται από το εσωτερικό. Από το φρόνημα, από την παιδεία, από την αποφασιστικότητα, από το στρατό, από την πίστη στη χώρα.

Όταν δεν αφήνει κανείς στο εσωτερικό της χώρας τίποτε όρθιο, (μιλώ τώρα για την Ελλάδα) ούτε τους αγώνες του έθνους για ελευθερία, ούτε την αντίστασή του στο άξονα, ούτε τη σημαία, ούτε την παιδεία, ούτε τον στρατό είναι δύσκολο να μιλούμε για μέλλον. Όταν δεν σεβόμαστε ούτε τους αγώνες για την στήριξη της πατρίδας, ούτε το αίμα που έχει χυθεί για να πίνει τον καφέ του ο καθένας μας ελεύθερα, είναι δύσκολο να μιλούμε για μέλλον. Λένε ότι το μέλλον ενός λαού στην περίπτωση αυτή είναι απλώς η ιστορία του. Όπως συνέβη σε όλους τους λαούς που εξαφανίσθηκαν.

Πολλά προφανώς πρέπει να γίνουν στην Ελλάδα και γρήγορα. Ίσως οι παλαιότεροι μπορούμε ακόμη να βοηθήσουμε δείχνοντας την κατεύθυνση στους νεώτερους. Ίσως εμείς θυμούμαστε περισσότερο ότι η ευμάρεια δεν είναι δια βίου κανόνας, η άρνηση της πατρίδας δεν είναι πρόοδος και η απόλαυση του παρόντος δεν αποτελεί μέλλον.

Τριαντα τρείς πρώην Πρέσβεις της Ελλάδος έχουμε στείλει στον Πρωθυπουργό κ. Γ. Παπανδρέου την 17 Φεβρουαρίου τ.ε. ανοικτή επιστολή σχετική με τις διερευνητικές επαφές που διεξάγονται εδώ και χρόνια μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας στην οποία καταλήγουμε με τα εξής:

« Αξιότιμε κύριε Πρωθυπουργέ
Η κυριαρχία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στο Αιγαίο δεν προσδιορίζονται με ασαφείς διατάξεις διεθνούς δικαίου όπως επιδιώκουν ίσως μερικοί να πείσουν τους πάντες και ιδίως την ηγεσία της χώρας. Είναι σαφή και αδιαμφισβήτητα έναντι της επιβουλής οιουδήποτε γειτονικού κράτους το οποίο δια της απειλής χρήσεως όπλων επιδιώκει – όπως και επίσημοι Τούρκοι ομολογούν - να επαναφέρει το καθεστώς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας της οποίας την κατάρρευση κίνησε προ δύο σχεδόν αιώνων ο πόθος των λαών για ελευθερία... »

Σας ευχαριστώ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου